- φιλυρέα
- και φιλλυρέα, η, ΝΑνεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες τής τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερα περίπου είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που είναι ιθαγενή τής περιοχής τής Μεσογείου και τής νοτιοδυτικής Ασίαςαρχ.1. είδος θάμνου, η φυλίκη2. (στον τ. φιλλυρέα) εσφ. γρφ. τού τ. φιλύρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. -έα (πρβλ. συκ-έα). Ως όρος τής νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. phillyrea].
Dictionary of Greek. 2013.